ψευδοσκοπικός

ψευδοσκοπικός
-ή, -ό, Ν [ψευδοσκοπία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψευδοσκοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”